- σκoλιός
- -ά, -ό / σκολιός, -ά, -όν, ΝΜΑ1. αυτός που παρουσιάζει στρέβλωση στο σχήμα του, κεκαμμένος, διάστροφος, κυρτός, λοξός («πρῶτα μὲν σκολιῷ σιδήρῳ ἐξάγουσι τὸν ἐγκέφαλον», Ηρόδ.)2. (για ατραπούς, οδούς ή ποταμούς) αυτός που βαίνει ελικοειδώς, ελικοειδής, στριφτός (α. «σκολιά δρομάκια» β. «τόν τε ποταμὸν σκολιὸν καὶ τὸ ὄρυγμα πᾱν ἕλος», Ηρόδ.)νεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) δύσκολος, δύστροπος, στριμμένοςμσν.-αρχ.1. αυτός που έχει το σχήμα βοστρύχου, βροστρυχωτός, σγουρός, κατσαρός («πλοκαμῑδες σκολιαί», Νόνν.)2. εκκλ. χαρακτηρισμός τού Σατανάαρχ.1. συνεστραμμένος, πλεγμένος («οὔλης ἢ σκολιὸν πλέγμα φύεις ἕλικος», Ανθ. Παλ.)2. αυτός που παρουσιάζει κλίση, που γέρνει προς το ένα μέρος3. αυτός που είναι κυρτός ως προς τη διάπλαση του («σκολιαὶ γένυες», Πίνδ.)4. μτφ. α) (για πρόσ.) ί) διεστραμμένοςii) άδικος ή πανούργοςβ) (για πράγμ.) αινιγματικός, ασαφής, σκοτεινός5. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκολιόντο έντερο («σπλάγχνα καὶ νεφρὸν και σκολιόν», επιγρ.).επίρρ...σκολιῶς ΜΑ 1, λοξά, στραβά2. μτφ. με διεστραμμένο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα σκολ- τής ρίζας σκελ- τού σκέλος και έχει σχηματιστεί πιθ. από ένα προσηγορικό σκολός (πρβλ. σκολοῖςδρεπάνοις, Ησύχ.) με επίθημα -ιος, ενώ ο τονισμός τού τ. στη λήγουσα πιθ. κατά το σκαιός (για τη σημ. της λ. βλ. λ. σκέλος)].
Dictionary of Greek. 2013.